„επανδρωμένος“ επανδρωμένος [epanðroˈmenos], επανδρωμένη, επανδρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bemannt bemannt επανδρωμένος επανδρωμένος