επίδοξος
[eˈpiðoksos], επίδοξη, επίδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- επίδοξη επαναστάτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτRevoluzzerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίδοξος επαναστάτης μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτRevoluzzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m