εξουσία
[eksuˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Machtθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσίαεξουσία
- Gewaltθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσία κρατική αρχήεξουσία κρατική αρχή
- Herrschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fεξουσία δυναστείαεξουσία δυναστεία
Beispiele
- εξουσία λήψης αποφάσεωνEntscheidungsbefugnisθηλυκό | Femininum, weiblich f