„εξοστρακίζομαι“: αμετάβατο ρήμα εξοστρακίζομαι [eksostraˈkjizome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abprallen abprallen εξοστρακίζομαι εξοστρακίζομαι