„εξοπλίζω“: μεταβατικό ρήμα εξοπλίζω [eksoˈplizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bewaffnen, ausrüsten, ausrüsten, versehen bewaffnen, ausrüsten εξοπλίζω εφοδιάζω με όπλα εξοπλίζω εφοδιάζω με όπλα ausrüsten, versehen εξοπλίζω εφοδιάζω με τα αναγκαία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ εξοπλίζω εφοδιάζω με τα αναγκαία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ