εξοντωτικός
[eksondotiˈkos], εξοντωτική, εξοντωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vernichtendεξοντωτικός κριτικήεξοντωτικός κριτική
- mühsamεξοντωτικός εργασίαεξοντωτικός εργασία
Beispiele
- εξονυχιστική ανάκρισηθηλυκό | Femininum, weiblich fKreuzverhörουδέτερο | Neutrum, sächlich n