εξοικονομώ
[eksikonoˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sparenεξοικονομώ αποταμιεύωεξοικονομώ αποταμιεύω
- beschaffen, besorgenεξοικονομώ προμηθεύωεξοικονομώ προμηθεύω