εξέχων
[eˈksexon], εξέχουσα, εξέχονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- prominent, hervorragendεξέχωνεξέχων
Beispiele
- εξέχοντα πρόσωπαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplProminenzθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξέχουσα προσωπικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fProminente(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f