„εννιακοσιοστός“ εννιακοσιοστός [enɲakosiosˈtos], εννιακοσιοστή, εννιακοσιοστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) neunhundertste neunhundertste(r) εννιακοσιοστός εννιακοσιοστός