„ενεστώτας“: αρσενικό ενεστώτας [enesˈtotas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Präsens, Gegenwart Präsensουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενεστώτας γραμματική | Grammatikγραμμ Gegenwartθηλυκό | Femininum, weiblich f ενεστώτας γραμματική | Grammatikγραμμ ενεστώτας γραμματική | Grammatikγραμμ