„ενάρετος“ ενάρετος [eˈnaretos], ενάρετη, ενάρετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) tugendhaft tugendhaft ενάρετος ενάρετος