ελεεινότητα
[eleiˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Elendουδέτερο | Neutrum, sächlich nελεεινότητα αθλιότηταErbärmlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fελεεινότητα αθλιότηταελεεινότητα αθλιότητα
- Niederträchtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fελεεινότητα κακοβουλίαελεεινότητα κακοβουλία