ελαφρυντικός
[elafrindiˈkos], ελαφρυντική, ελαφρυντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- erleichterndελαφρυντικόςελαφρυντικός
Beispiele
- ελαφρυντικές περιστάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplmildernde Umständeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl