ελαφρυντικά
[elafrindiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mildernde Umständeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplελαφρυντικά νομικός όρος | Rechtswesenνομελαφρυντικά νομικός όρος | Rechtswesenνομ