εκτεταμένος
[ektetaˈmenos], εκτεταμένη, εκτεταμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausgedehntεκτεταμένοςεκτεταμένος
Beispiele
- εκτεταμένη φωτιάθηλυκό | Femininum, weiblich fFlächenbrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m