„εκβιασμένος“ εκβιασμένος [ekviazˈmenos], εκβιασμένη, εκβιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erzwungen erzwungen εκβιασμένος εκβιασμένος