ειδίκευση
[iˈðikjefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Spezialisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fειδίκευση εκπαίδευσηειδίκευση εκπαίδευση
- Spezifizierungθηλυκό | Femininum, weiblich fειδίκευση περιορισμός του λόγου σε ένα θέμαειδίκευση περιορισμός του λόγου σε ένα θέμα