εδώλιο
[eˈðolio]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bankθηλυκό | Femininum, weiblich fεδώλιοεδώλιο
Beispiele
- εδώλιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl ενόρκωνGeschworenenbankθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εδώλιο του κατηγορουμένουAnklagebankθηλυκό | Femininum, weiblich f