δρομολόγιο
[ðromoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Fahrplanαρσενικό | Maskulinum, männlich mδρομολόγιο τρένωνδρομολόγιο τρένων
- Kursbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nδρομολόγιο βιβλίοδρομολόγιο βιβλίο
- Reiserouteθηλυκό | Femininum, weiblich fδρομολόγιο επιλεγμένη διαδρομήδρομολόγιο επιλεγμένη διαδρομή
Beispiele
- δρομολόγιο φέριμποτFährbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m