διαγράφω
[ðiaˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- durchstreichenδιαγράφω σβήνωδιαγράφω σβήνω
- streichenδιαγράφω λέξη, χρέηδιαγράφω λέξη, χρέη
- ausschließenδιαγράφω από κόμμαδιαγράφω από κόμμα
- beschreibenδιαγράφω αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ τροχιάδιαγράφω αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ τροχιά
- löschenδιαγράφω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υδιαγράφω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ