διαβούλευση
[ðiaˈvulefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Hinzuziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβούλευσηδιαβούλευση
- Anhörungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβούλευση πολιτική | Politikπολιτδιαβούλευση πολιτική | Politikπολιτ