„διαίρεση“: θηλυκό διαίρεση [ðiˈeresi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Teilung, Division, Teilung Teilungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαίρεση διαχωρισμός διαίρεση διαχωρισμός Divisionθηλυκό | Femininum, weiblich f διαίρεση μαθηματικά | Mathematikμαθ Teilungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαίρεση μαθηματικά | Mathematikμαθ διαίρεση μαθηματικά | Mathematikμαθ