δημοσιονομικός
[ðimosionomiˈkos], δημοσιονομική, δημοσιονομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- δημοσιονομική εμπειρογνώμωνθηλυκό | Femininum, weiblich fFinanzexpertinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημοσιονομική επιτροπήθηλυκό | Femininum, weiblich fFinanzausschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δημοσιονομικός εμπειρογνώμωναρσενικό | Maskulinum, männlich mFinanzexperteαρσενικό | Maskulinum, männlich m