δεντροφυτεία
[ðendrofiˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gehölzουδέτερο | Neutrum, sächlich nδεντροφυτείαδεντροφυτεία
- Obstplantageθηλυκό | Femininum, weiblich fδεντροφυτεία για φρούτοδεντροφυτεία για φρούτο