δίδακτρα
[ˈðiðaktra]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Schulgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίδακτρα σχολείουδίδακτρα σχολείου
- Studiengebührθηλυκό | Femininum, weiblich fδίδακτρα πανεπιστημίουδίδακτρα πανεπιστημίου