„γρασσίδι“: ουδέτερο γρασσίδι [ɣraˈsiði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Gras, Rasen Grasουδέτερο | Neutrum, sächlich n γρασσίδι χλόη γρασσίδι χλόη Rasenαρσενικό | Maskulinum, männlich m γρασσίδι γκαζόν γρασσίδι γκαζόν