„γεωμετρικός“ γεωμετρικός [jeometriˈkos], γεωμετρική, γεωμετρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geometrisch geometrisch γεωμετρικός γεωμετρικός