γειτνιάζω
[jitniˈazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- grenzen (με an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)γειτνιάζωγειτνιάζω
- aneinandergrenzenγειτνιάζω δύο χώρες, κήπους, κτλγειτνιάζω δύο χώρες, κήπους, κτλ