„γαμώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα γαμώ [ɣaˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i χυδαία | vulgärχυδ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ficken, bumsen ficken γαμώ γαμώ bumsen γαμώ οικείο | umgangssprachlichοικ γαμώ οικείο | umgangssprachlichοικ Beispiele γαμώτο Scheiße!, so ein Mist! γαμώτο