βρεφικός
[vrefiˈkos], βρεφική, βρεφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- infantilβρεφικόςβρεφικός
Beispiele
- βρεφικό χαλάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich nKrabbeldeckeθηλυκό | Femininum, weiblich f