„Βορειογερμανός“: αρσενικό Βορειογερμανός [voriojermaˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Norddeutscher Norddeutscherαρσενικό | Maskulinum, männlich m Βορειογερμανός Βορειογερμανός