βοηθός
[voiˈθos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Helferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fβοηθόςβοηθός
- Gehilfeαρσενικό | Maskulinum, männlich mβοηθός σε εργασίαGehilfinθηλυκό | Femininum, weiblich fβοηθός σε εργασίαβοηθός σε εργασία
- Assistentαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fβοηθός πανεπιστημίουβοηθός πανεπιστημίου
Beispiele
- βοηθός ιατρείουArzthelferinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βοηθός γιατρόςAssistenzarztαρσενικό | Maskulinum, männlich mAssistenzärztinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βοηθός εγκατάστασης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υInstallationsassistentαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen