βλάπτω
[ˈvlapto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schaden (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat)βλάπτω άνθρωπο, υγείαβλάπτω άνθρωπο, υγεία
- schädigenβλάπτω όνομα, φήμηβλάπτω όνομα, φήμη
- beschädigenβλάπτω χαλάωβλάπτω χαλάω