„βαφτίσια“: πληθυντικός ουδετέρου βαφτίσια [vafˈtisja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Taufe Taufeθηλυκό | Femininum, weiblich f βαφτίσια βαφτίσια