„βαμβάκι“: ουδέτερο βαμβάκι [vamˈvakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Baumwolle, Watte Baumwolleθηλυκό | Femininum, weiblich f βαμβάκι φυτό, ύφασμα βαμβάκι φυτό, ύφασμα Watteθηλυκό | Femininum, weiblich f βαμβάκι για καλλωπισμό βαμβάκι για καλλωπισμό