αχώριστος
[aˈxoristos], αχώριστη, αχώριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- untrennbarαχώριστος που δε χωρίζεταιαχώριστος που δε χωρίζεται
- unzertrennlichαχώριστος φίλοιαχώριστος φίλοι