αχώνευτος
[aˈxoneftos], αχώνευτη, αχώνευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unverdautαχώνευτοςαχώνευτος
- unausstehlichαχώνευτος άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαχώνευτος άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ