„αχτένιστος“ αχτένιστος [axˈtenistos], αχτένιστη, αχτένιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ungekämmt ungekämmt αχτένιστος αχτένιστος