αφορολόγητος
[aforoˈlojitos], αφορολόγητη, αφορολόγητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- steuerfreiαφορολόγητοςαφορολόγητος
- zollfreiαφορολόγητος σε τελωνείααφορολόγητος σε τελωνεία
Beispiele
- αφορολόγητο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich nSteuerfreibetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m