αυτοϊκανοποιημένος
[aftoikanopiiˈmenos], αυτοϊκανοποιημένη, αυτοϊκανοποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- selbstzufriedenαυτοϊκανοποιημένοςαυτοϊκανοποιημένος