„ασβεστούχος“ ασβεστούχος [azvesˈtuxos], ασβεστούχα, ασβεστούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kalkhaltig kalkhaltig ασβεστούχος ασβεστούχος