„αραιοκατοικημένος“ αραιοκατοικημένος [areokatikjiˈmenos], αραιοκατοικημένη, αραιοκατοικημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) dünn besiedelt dünn besiedelt αραιοκατοικημένος αραιοκατοικημένος