„απρόφερτος“ απρόφερτος [aˈprofertos], απρόφερτη, απρόφερτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unaussprechlich unaussprechlich απρόφερτος απρόφερτος