απρόσβλητος
[aˈprozvlitos], απρόσβλητη, απρόσβλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unangreifbarαπρόσβλητοςαπρόσβλητος
- immun (από gegen)απρόσβλητος σε ασθένειααπρόσβλητος σε ασθένεια
Beispiele