„αποφοιτώ“: μεταβατικό ρήμα αποφοιτώ [apofiˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) absolvieren absolvieren αποφοιτώ από ανώτατη σχολή αποφοιτώ από ανώτατη σχολή