αποτροπιαστικός
[apotropiastiˈkos], αποτροπιαστική, αποτροπιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- abscheulichαποτροπιαστικός πράξηαποτροπιαστικός πράξη
Vielen Dank für Ihr Feedback!