„αποσυνθέτω“: μεταβατικό ρήμα αποσυνθέτω [aposinˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zersetzen zersetzen αποσυνθέτω χημεία | Chemieχημ αποσυνθέτω χημεία | Chemieχημ