„απορροφητικός“ απορροφητικός [aporofitiˈkos], απορροφητική, απορροφητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) absorbierend absorbierend απορροφητικός απορροφητικός Beispiele απορροφητική πετσέταθηλυκό | Femininum, weiblich f Wischtuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n απορροφητική πετσέταθηλυκό | Femininum, weiblich f απορροφητικό μάκτροουδέτερο | Neutrum, sächlich n πληγής Tupferαρσενικό | Maskulinum, männlich m απορροφητικό μάκτροουδέτερο | Neutrum, sächlich n πληγής