αποπυρηνικοποιημένος
[apopirinikopiiˈmenos], αποπυρηνικοποιημένη, αποπυρηνικοποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- atomwaffenfreiαποπυρηνικοποιημένοςαποπυρηνικοποιημένος