αποπερατώνω
[apoperaˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vollendenαποπερατώνω ολοκληρώνωαποπερατώνω ολοκληρώνω
- abschließenαποπερατώνω σπουδές, ομιλίααποπερατώνω σπουδές, ομιλία